- λίσσομαι
- λίσσομαι (Α)παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ.β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ.γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ-yο-μαι (πρβλ. αόρ. λιτέσθαι και λίσασθαι), ενώ υπάρχει και υστερογενής ενεστ. λίτομαι. Ο τ. απαντά στην ποίηση ήδη από τον Όμηρο και σπάνια στον πεζό λόγο. Η σημ. τής λ. διαφέρει απὸ εκείνην τού εύχομαι και προσεγγίζει εννοιολογικά το ικετεύω. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με μια αρχική, αμάρτυρη στην Ελληνική, σημ. «αγγίζω, θωπεύω» συνδέεται πιθ. με βαλτικές λ. τής ίδιας σημ. (πρβλ. λιθουαν. lytesti, liĕsti «αγγίζω, ψηλαφώ») και περαιτέρω με τη λεξιλογική οικογένεια τού ρ. ἀλίνω. Σύμφωνα με την προηγούμενη άποψη, ο τ. θα αναγόταν στη μηδενισμένη βαθμ. *lit- τής ΙΕ ρίζας leit- «αλείφω, θωπεύω, αγγίζω απαλά». Τέλος, ο λατ. τ. litāre «κάνω θυσία με ευμενή σημεία», τού οποίου η σημ. απέχει πολύ από τη σημ. τού λίσσομαι, προέρχεται πιθ. από *litā < λιτᾱ, λιτή.ΠΑΡ. λιτήαρχ.λιστός, λιτανός, λιτήρ, λιτός (III)].
Dictionary of Greek. 2013.